εργατοπατέρας

εργατοπατέρας
ο ирон. профсоюзный босс

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εργατοπατέρας" в других словарях:

  • εργατοπατέρας — ο συνδικαλιστής ή συνδεδεμένος με το εργατικό κίνημα ο οποίος εμφανίζεται ως προστάτης τών συμφερόντων τών εργατών (ενώ συνήθως επιδιώκει προσωπικά οφέλη) …   Dictionary of Greek

  • αγροτοπατέρας — ο (ειρωνικά) αυτός που προστατεύει δήθεν τους αγρότες σαν πατέρας, ενώ ουσιαστικά αποβλέπει στο δικό του συμφέρον (πρβλ. εργατοπατέρας). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρότης + πατέρας] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»